1 sponsoras















Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο νησί της Ελλάδας και το πέμπτο σε έκταση μεγαλύτερο της Μεσογείου, μετά τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κύπρο και την Κορσική. Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της είναι το Ηράκλειο, το οποίο είναι έδρα της περιφέρειας Κρήτης που συμπεριλαμβάνει γειτονικά νησιά και νησίδες. Με πληθυσμό 623.065 κατοίκων, περίπου 160 χιλιόμετρα νότια της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας και εκτεινόμενη από τα δυτικά προς τα ανατολικά, βρέχεται βόρεια από το Κρητικό και νότια από το Λιβυκό πέλαγος. Αποτελεί σημαντικό κομμάτι της οικονομίας και της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας, διατηρώντας τα δικά της πολιτισμικά στοιχεία. Κατά τα έτη 3000 π.Χ.–1400 π.Χ. άκμασε στο νησί ο Μινωικός πολιτισμός, ένας από τους πρώτους πολιτισμούς της Ευρώπης, με κυριότερα κέντρα του την Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια, τη Ζάκρο και τα Γουρνιά όπου βρέθηκαν ανακτορικά συγκροτήματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης είναι ημιαυτόνομη απαρτίζεται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης και οκτώ Μητροπόλεις και είναι εξαρτώμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.




Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί στην Ελλάδα και το δεύτερο μεγαλύτερο της ανατολικής Μεσογείου μετά την Κύπρο. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του Αιγαίου πελάγους και καλύπτει μια περιοχή 8.336 km². Ο μόνιμος πληθυσμός της είναι 623.065 κάτοικοι, ενώ ο πραγματικός, de facto, 682.928 σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Έχει μήκος περίπου 260 χιλιόμετρα και ποικίλλει στο πλάτος από μέγιστο 60 χιλιομέτρων, από το ακρωτήριο Δίον έως το ακρωτήριο Λίθινο, σε ελάχιστο 12 χιλιομέτρων στον ισθμό της Ιεράπετρας στην ανατολική Κρήτη. Η ακτογραμμή της παρουσιάζει βαθύ γεωγραφικό διαμελισμό, ο οποίος παρουσιάζει στην Κρήτη πάνω από 1.000 χιλιόμετρα ακτών.
Το νησί είναι εξαιρετικά ορεινό με τρεις κύριες οροσειρές, τα Λευκά Όρη (2454 μ.), την Ίδη (Ψηλορείτης) (2454 μ.) και τη Δίκτη (Λασιθιώτικα Όρη) (2148 μ.) που το διασχίζουν κατά σειρά από τη δύση ως την ανατολή. Επιπλέον ορεινοί όγκοι είναι αυτοί της Θρυπτής (1476 μ) στα ανατολικά τα Αστερούσια Όρη (1231 μ.) στα νότια. Στα βόρεια του νομού Ρεθύμνης υψώνονται τα Ταλαια όρη (1088 μ.) καθώς και το αυτόνομο όρος Κεντρος (1777 μ.) στον ίδιο νομό.
Σε αυτά τα βουνά οφείλεται η ύπαρξη εύφορων οροπεδίων, όπως ο Ομαλός στα Λευκά Όρη, η Νίδα στην Ίδη και το Λασίθι, και το Καθαρό στη Δίκτη. Στο νησί υπάρχουν σημαντικά σπήλαια όπως το Δικταίο και το Ιδαίο άντρο. Κύριο μορφολογικό χαρακτηριστικό της Κρήτης είναι τα επιβλητικά φαράγγια όπως το διάσημο φαράγγι της Σαμαριάς, το φαράγγι Ίμπρου, το Κουρταλιώτικο φαράγγι, το Χα και το Φαράγγι των Νεκρών.

Το 2010 μετά από ανασκαφές με επικεφαλής τον Τόμας Στράσερ (T.F. Strasser) και την Ελένη Παναγοπούλου, βρέθηκαν 2000 λίθινα εργαλεία στις περιοχές Πλακιάς και Πρέβελης, που ανάγονται στην παλαιολιθική εποχή και χρονολογούνται στα 130.000 χρόνια μέχρι 190.000 χρόνια πριν από σήμερα.[4][5][6][7] Αυτό ήρθε σε αντίθεση με την επικρατούσα μέχρι τότε θεωρία, δηλαδή ότι η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά περί το 7000 π.Χ., την νεολιθική περίοδο.[5]
Σύμφωνα με αυτά τα πρωτοφανή δεδομένα, φαίνεται ότι πρώιμοι άνθρωποι, οι ανθρωπίδαι, μπορούσαν να κατασκευάσουν σχεδίες και να κάνουν ταξίδια στην θάλασσα, πολύ πριν τα πρώτα ταξίδια του πιο σύγχρονου ανατομικά Χόμο Σάπιενς.[8] Με αυτόν τον τρόπο έφτασαν στην Κρήτη, μέσω των βόρειων ακτών της Αφρικής και πιθανότερα εξαπλώθηκαν στην ηπειρώτικη Ευρώπη, μέσω των υπόλοιπων ελληνικών νησιών.[4]
Υπάρχουν, επίσης, σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στην Κρήτη, τα οποία ανάγονται στη λεγόμενη Προκεραμική περίοδο (6100-5700 π.Χ.). Οι περισσότερες μαρτυρίες προέρχονται από τα κατώτατα στρώματα στην Κνωσό -ίσως το χώρο με την αρχαιότερη συνεχή κατοίκηση στην Κρήτη. Παρότι δεν έχουν βρεθεί ίχνη κεραμικής από εκείνη την περίοδο, υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν αναπτυχθεί ορισμένες δεξιότητες, και επομένως οι κάτοικοι δεν ζούσαν αποκλειστικά από το κυνήγι και το ψάρεμα.
Πολύ περισσότερα είναι τα δείγματα πολιτισμού από την πρώιμη (5700-3800 π.Χ.) και τη μέση Νεολιθική περίοδο (3800-3500 π.Χ.). Ωστόσο, παραμένει άγνωστη η προέλευση και η καταγωγή των κατοίκων της Κρήτης εκείνης της περιόδου.
Κατά τη νεολιθική εποχή και μέχρι το 4.000 π.Χ. οι κάτοικοι αναπτύχθηκαν αργά. Αρχικά καλλιέργησαν τη γη με πρωτόγονες μεθόδους, έμαθαν την εκτροφή των ζώων και σχηματίστηκαν οι πρώτοι οικισμοί. Ο πληθυσμός κατοικούσε σε λίθινα σπίτια και σπανιότερα σε σπηλιές, όπως μαρτυρούν ευρήματα στα σπήλαια της Ειλειθυίας, του Στραβομύτη, του Ελληνοσπήλαιου κ.α όπου έχουν βρεθεί όπλα, εργαλεία, αγγεία, λεπίδες και κοκκάλινοι ή λίθινοι πελέκεις, όπως και αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας αφιερωμένα στη θεά της γονιμότητας. Το νησί απομονωμένο, λόγω της φύσης της νεολιθικής οικονομίας, βασιζόταν στην αυτάρκεια και επιβίωνε χάρη στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Με την πάροδο του χρόνου, η σχετικά πρωτόγονη αγγειοπλαστική εξελίχθηκε με τη χρήση της φωτιάς και βελτιώθηκε καλλιτεχνικά.[9] Κατάλοιπα της συγκεκριμένης περιόδου έχουν ανεβρεθεί στη Φαιστό, στην Κνωσό και στη Σητεία.
Η ύστερη Νεολιθική περίοδος (3500-2800 π.Χ.) σηματοδοτεί την επέκταση της κεραμικής (χρήση ψημένου πηλού) σε όλο το νησί, ενώ σαφείς είναι και οι ενδείξεις προχωρημένων μορφών γεωργίας και κτηνοτροφίας. Ορισμένα από τα υλικά των ευρημάτων (όπως ο οψιανός της Μήλου ή το ελεφαντόδοντο) δείχνουν ότι υπήρχαν -έστω και περιορισμένες- επαφές με την Αίγυπτο.
Γύρω στο 2800 π.Χ., στο τέλος της ύστερης Νεολιθικής εποχής, μια σημαντικότατη αλλαγή λαμβάνει χώρα: η χρήση του χαλκού. Αντίστοιχες αλλαγές συμβαίνουν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, καθώς και στις Κυκλάδες. Στην Κρήτη, όμως, φαίνεται ότι έχουμε και άφιξη νέων κατοίκων, των Μινωιτών, φορέων ενός συνολικά νέου πολιτισμού.
Η ακριβής καταγωγή των Μινωιτών δεν έχει προσδιοριστεί. Κάποιοι ερευνητές υποθέτουν ότι μάλλον ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Σε αυτό το συμπέρασμα, τουλάχιστον, οδηγεί η κοντινή σχετικά απόσταση και η εύκολη πρόσβαση, αλλά και αντίστοιχες αλλαγές που παρατηρούνται στην υπόλοιπη νησιωτική Ελλάδα.
Η άφιξη των νέων κατοίκων δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε από εξόντωση των παλαιότερων, αλλά περισσότερο από μία διαδικασία αφομοίωσής τους, σε μια μακρά περίοδο κατά την οποία το εμπόριο και η ναυτιλία οδήγησαν σε σημαντική οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη.

Προανακτορική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πρωτομινωική περίοδος (2800-2100 π.Χ.) είναι η πρώτη φάση ανάπτυξης του Μινωικού πολιτισμού, πριν από την εμφάνιση των μεγάλων ανακτορικών συγκροτημάτων. Η χρήση του αγγειοπλαστικού τροχού έχει πια γενικευτεί και διακρίνονται διαφορετικοί τύποι κεραμικών, οι οποίοι βοηθούν στη χρονολόγηση και στην παρακολούθηση της επικοινωνίας ανάμεσα στα διαφορετικά κέντρα του νησιού. Η οικονομία είναι ακόμη κυρίως γεωργική, γεγονός που αντανακλάται και στη δομή και την ανάπτυξη των οικισμών. Την ίδια εποχή αυξάνονται και οι ενδείξεις επικοινωνίας και επαφών με άλλες περιοχές (εξ ου και ο αυξημένος αριθμός κυκλαδικών ειδωλίων).
Σύμφωνα με τον Άγγλο αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς, γύρω στο 2600 π.Χ. δύο φυλετικά στοιχεία εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Κρήτης: ένα πρωτολιβυκό προερχόμενο από την Αίγυπτο και ένα από τη Μικρά Ασία. Ο Έβανς, βασισμένος στα αρχαιολογικά ευρήματα, θεώρησε ότι οι αυτόχθονες Κρήτες αρχικά διατήρησαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, γρήγορα όμως αφομοιώθηκαν με τα δύο νέα φύλα. Ωστόσο, σύγχρονη γενετική μελέτη αμφισβητεί την υπόθεση του Έβανς, δείχνοντας ότι ο μινωικός και ο σύγχρονος πληθυσμός έχουν ισχυρότερη γενετική συγγένεια με τους άλλους νεολιθικούς και σύγχρονους πληθυσμούς της Ευρώπης και αποκλείει προέλευση από τη Βόρεια Αφρική. Οι ερευνητές προτείνουν ότι ο Μινωικός πολιτισμός πιθανότατα αναπτύχθηκε από αυτόχθονα πληθυσμό της Κρήτης της Εποχής του Χαλκού.[10] Ο Ι. Σταματογιαννόπουλος, μέλος της ανωτέρω ερευνητικής ομάδας, θεωρεί ότι "οι Μινωίτες είναι Ευρωπαίοι και σχετίζονται με τους σύγχρονους Κρήτες - από την πλευρά των μητέρων" και ότι υπήρξαν καλλιτεχνικές και πολιτισμικές επιρροές από την Αίγυπτο και άλλους λαούς της Μεσογείου.[11]
Η Μεσομινωική περίοδος (2100-1560 π.Χ.) είναι εποχή πραγματικής απογείωσης του πολιτισμού της Κρήτης, όπως προκύπτει από τη διαμόρφωση μεγάλων οικισμών, την ύπαρξη στόλου ικανού να διαπλέει ολόκληρο το Αιγαίο Πέλαγος (αλλά και να φτάνει ως την Αίγυπτο), το εύρος των οικονομικών συναλλαγών με άλλες περιοχές, την παρουσία μινωικών οικισμών, ακόμη και εκτός ορίων της Κρήτης. Οι στενές σχέσεις με την Αίγυπτο φαίνονται και από τη συχνή αναφορά αιγυπτιακών κειμένων της εποχής στους Κεφτιού, τους κατοίκους της μινωικής Κρήτης.
Με τη διάδοση της χρήσης του χαλκού αυξάνεται ο πληθυσμός του νησιού και αρχίζουν, γύρω στο 2000 π.Χ., οι πρώτες εμπορικές επαφές με τις γειτονικές περιοχές των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου, οι οποίες ευνοήθηκαν από την καίρια γεωγραφική θέση του νησιού και έθεσαν έτσι τις βάσεις της δημιουργίας του λαμπρού μετέπειτα Μινωικού πολιτισμού.
Η λαϊκή τέχνη διατηρήθηκε σε όλους τους αιώνες και βρίσκει σήμερα την έκφρασή της στα υφαντά, τα κεντήματα, τα κεραμικά, τα ξυλόγλυπτα, την μεταλλοτεχνία και τη ζωγραφική. Σε όλα τα μέρη της Κρήτης γυναίκες δουλεύουν στους αργαλειούς και άντρες στον τροχό και τον πάγκο, προσφέροντας μια μεγάλη ποικιλία από όμορφα έργα τέχνης. Αρχικά τα έργα αυτά προορίζονταν για προσωπική χρήση, αλλά με το πέρασμα των ετών έγιναν περιζήτητα όπως οι περίφημες ξυλόγλυπτες κρητικές κασέλες, τα σεντούκια, οι λύρες αλλά και τα υφαντά . Ο όρθιος αργαλειός της εποχής του Ομήρου υπάρχει ακόμα σε πολλά μέρη καθώς και ο νεότερος ο οριζόντιος. Ολόκληρες οικογένειες απασχολούνται σήμερα με την υφαντουργία, από την εκτροφή των προβάτων ως την τελική ύφανση του μαλλιού. Πολλές υφάντρες εξακολουθούν να βάφουν το μαλλί που χρησιμοποιούν με φυτικές βαφές και στη συνέχεια βυθίζουν το νήμα στη θάλασσα για να μην ξεβάφει. Τα κρητικά υφαντά, διακρίνονται για τα πλούσια και ζωηρά τους χρώματα και τα σχέδια τους που είναι είτε γεωμετρικά είτε παραστάσεις ζώων και φυτών.